- σελιδοδείχτης
- ο, Νβλ. σελιδοδείκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελιδοδείκτης — και σελιδοδείχτης, ο, Ν μακρόστενη ταινία από χαρτόνι, ύφασμα ή πλαστικό η οποία χρησιμεύει για την επισήμανση σελίδας βιβλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίδα + δείκτης (πρβλ. λεπτο δείκτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek